- αυτογονιμοποίηση
- ηη γονιμοποίηση που παρατηρείται στους οργανισμούς οι οποίοι έχουν και το αρσενικό και το θηλυκό γεννητικό κύτταρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… … Dictionary of Greek
ερκογαμία — η [ερκόγαμα] βοτ. σύνολο διατάξεων και εμποδίων ανατομικής φύσης που καθιστούν αδύνατη την αυτογονιμοποίηση τού άνθους … Dictionary of Greek
ερμαφροδιτισμός — Η εμφάνιση των γεννητικών οργάνων και των δύο φύλων σε ένα και το αυτό άτομο. Ένα ζώο αυτού του τύπου (ερμαφρόδιτο) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ούτε ως αρσενικό ούτε ως θηλυκό, αλλά θεωρείται ότι ανήκει και στα δύο φύλα· στο άτομο αυτό η ωρίμανση… … Dictionary of Greek
κλειστογαμία — η βοτ. αυτογονιμοποίηση ερμαφρόδιτων ανθέων τα οποία παραμένουν διαρκώς κλειστά, το φαινόμενο τής αυτεπικονίασης και γονιμοποίησης που παρατηρείται σε ένα άνθος το οποίο δεν ανοίγει και κατά συνέπεια δεν εκθέτει τα αναπαραγωγικά όργανα… … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek
σπαρίδες — (Sparidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των περκόμοφων. Το σώμα τους σκεπάζεται με μεγάλα λέπια, και το στόμα τους, σε συσχετισμό με το κεφάλι τους, είναι μικρό και εφοδιασμένο με πολυάριθμα δόντια, που έχουν σχήμα κοπτήρων, κυνοδόντων ή γομφίων … Dictionary of Greek
ψευδοκλειστογαμία — η, Ν βοτ. αυτογονιμοποίηση ερμαφρόδιτων ανθέων που μένουν συνεχώς κλειστά, χωρίς επίσχεση στην ανάπτυξή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κλειστογαμία] … Dictionary of Greek
αυτογαμία — Φυλετική διαδικασία που παρατηρείται κατά την αυτογονιμοποίηση των φυτών καθώς και σε μερικά πρωτόζωα και σε διάτομα. Στις περιπτώσεις αυτές ο πυρήνας του αναπαραγωγικού κυττάρου ή του μονοκύτταρου οργανισμού διαιρείται σε δύο και μετά από μια… … Dictionary of Greek
Γιόχανσεν, Βίλελμ Λούντβικ — (Wilhelm Ludvig Johannsen, Κοπεγχάγη 1857 – 1927). Δανός βοτανολόγος και βιολόγος. Έκανε μελέτες γενετικής σε φυτά και επαλήθευσε το γεγονός ότι οι καθαρές σειρές διατηρούν κατά τις διαδοχικές γενεές αμετάβλητα τα όρια της παραλλακτικότητάς τους … Dictionary of Greek